λίμα

λίμα
(Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα σκακιέρας, με μεγάλες πλατείες, περιστύλια και σιντριβάνια, δρόμους που τέμνονται κανονικά και κρασπεδώνονται από χαμηλά πλινθόκτιστα οικήματα. Μετά τον σεισμό του 1940 χτίστηκαν και πολυάριθμα αντισεισμικά πολυώροφα κτίρια, τα οποία σήμερα χαρακτηρίζουν ολόκληρες συνοικίες. Ο πρώτος πυρήνας της Λ. ιδρύθηκε στη συνεχόμενη με την παραλία ενδοχώρα, στους πρόποδες μερικών λόφων που υψώνονται στην αριστερή όχθη του Ρίο Ρίμακ, αλλά αργότερα η πόλη διεύρυνε σταδιακά τα προάστιά της στα Δ και στα Ν. Είναι, εξάλλου, συνδεδεμένη με την Καλιάο, η οποία αποτελεί το επίνειό της στον Ειρηνικό ωκεανό. Η Λ. αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του Περού, καθώς ευνοείται από την παρουσία του λιμανιού της Καλιάο, από τον διεθνή αερολιμένα Χόρχε Τσαβές και από το γεγονός ότι βρίσκεται επί του Παναμερικανικού αυτοκινητοδρόμου (Carretera Panamericana), στη συμβολή οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών μεγάλη κίνησης, όπως η παράκτια γραμμή που τη συνδέει με την Ουάτσο και οι γραμμές που έρχονται από τη Σέρο ντε Πάσκο και από την Ουανκάγιο. Αποτελεί επίσης το σημαντικότερο βιομηχανικό κέντρο, όπου λειτουργούν πολυάριθμα εργοστάσια ειδών διατροφής (αλευρόμυλοι, ζυθοποιεία, εργοστάσια ζυμαρικών), υφαντουργίας (βαμβακερά, μάλλινα), βυρσοδεψίας, χημικών και πετροχημικών προϊόντων, μεταλλομηχανουργίας, υαλουργίας και κεραμικής. Επίσης, η πόλη διαθέτει επτά πανεπιστήμια (το Oυνιβερσιδάδ Nασιονάλ Mαγιόρ δε Σαν Mάρκος δε Λίμα ιδρύθηκε το 1551), ανώτατα ιδρύματα, μουσεία, ακαδημίες, βιβλιοθήκες και θέατρα. Πολλά μνημεία της πόλης έχουν καταστραφεί κυρίως λόγω των ισχυρών σεισμών, όπως αυτοί του 1687 και του 1746. Από τα διασωθέντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν το Παλάσιο Tόρε Tάγκλε, η Kίντα δε Πρέσα, οι οίκοι δε Πιλάτος (16ος αι.), δε λας Tρέσε Mονέδας, δε Λαρίβα, της Iνκισισιόν, ο καθεδρικός ναός (16ος-17ος αι.) με τον τάφο του Πισάρο, οι ναοί Σαν Φρανσίσκο, Xεσούς Mαρία, Σαν Aγκουστίν, ο ναός της Αγίας Ρόζα της Λ., της πρώτης αγίας της Αμερικής, και ο ναός του Αγίου Δομίνικου (1547). Το παλαιό τείχος που περιέβαλε την πόλη και είχε ανεγερθεί τον 17o αι. κατεδαφίστηκε το 1870 και στη θέση του ανοίχτηκαν ευρείες λεωφόροι, που σε συνδυασμό με την κατασκευή πολλών ουρανοξυστών και επιβλητικών κτιρίων προσδίδουν στη Λ. την όψη μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Ιστορία. Η Λ. ιδρύθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1535 από τον Πιθάρο, ο οποίος την ονόμασε Θιουδάδ δε λος Pέγες (Cuidad de los Reyes, δηλαδή Πόλη των Βασιλιάδων). Η σημερινή της ονομασία εικάζεται ότι οφείλεται σε μια παραφθορά της ονομασίας του ποταμού Ρίο Ρίμακ, στις όχθες του οποίου βρίσκεται η πόλη. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος, καθώς η πόλη βρίσκεται σε μια αρκετά άγονη και θερμή ζώνη, εξελίχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα στο μεγαλύτερο πολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο της Νότιας Αμερικής. Το 1543 ορίστηκε πρωτεύουσα του αντιβασιλείου του Περού και το 1551 έδρα πανεπιστημίου, ενός από τα παλαιότερα της Αμερικής. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του 19ου αι. αποτελούσε ένα από τα τελευταία οχυρά των Ισπανών που παραδόθηκε στους Νοτιοαμερικανούς εθνικιστές επαναστάτες και μόνο το 1821 κατελήφθη από τον Σαν Μαρτίν, ο οποίος διακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας στην Πλάσα ντε Άρμας (= Πλατεία των Όπλων), που αποτελεί το ιστορικό κέντρο της Λ. και γύρω από την οποία έχουν ανεγερθεί το κυβερνητικό μέγαρο, ο καθεδρικός ναός όπου είναι θαμμένος ο Πιθάρο και το αρχιεπισκοπικό μέγαρο. Επίσης, ιδιαίτερη ώθηση στην ανάπτυξη της πόλης κατά τους νεότερους χρόνους έδωσε η διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά. Μουσεία της Λ. Στην περουβιανή πρωτεύουσα υπάρχουν τρία μουσεία που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας και Αρχαιολογίας, το οποίο βρίσκεται στην πλατεία Μπολιβάρ, περιλαμβάνει τη σπουδαιότερη συλλογή αρχαιολογικών ευρημάτων των πολιτισμών των Άνδεων. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, εκτός από τη στήλη Pαϊμόντι και τον οβελίσκο Tέλιο (τα οποία απέκτησαν την ονομασία τους από τους αρχαιολόγους που τα ανακάλυψαν) του πολιτισμού της Tσαβίν, είναι οι εκπληκτικές συλλογές κεραμικών και υφασμάτων των πολιτισμών της Παράκας και της Nάσκα. Στην ίδια συνοικία βρίσκεται το μουσείο Λάρκο Eρέρα, το οποίο φημίζεται για τις συλλογές του με ερωτικές παραστάσεις, για τα αγγεία του –ιδιαίτερα της περιόδου μοτσίκα– και για τα γλυπτά του. Το Χρυσό Μουσείο του Περού, το οποίο στεγάζεται σε μια πολυτελή βίλα, περιλαμβάνει αμέτρητα πολύτιμα αντικείμενα, γεγονός που εξηγεί τον λόγο για τον οποίο οι Ισπανοί είχαν ταυτίσει το –μυθικό– Ελ Ντοράντο με το Περού. Διάφορα περιδέραια, παντατίφ, βραχιόλια, ταφικά προσωπεία, στέμματα και διαδήματα αποτελούν ένα περιορισμένο δείγμα της προκολομβιανής χρυσοχοϊκής παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα φανερώνουν τον βαθμό τελειότητας και καλαισθησίας των αυτόχθονων πολιτισμών. Άποψη του καθεδρικού ναού της Λίμα, πρωτεύουσας του Περού. Άποψη του κυβερνητικού μεγάρου στη Λίμα του Περού (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
(I)
η
1. εργαλείο από σκληρό χάλυβα το οποίο φέρει χαρακιές ή δόντια και με την τριβή φθείρει ή λειαίνει σκληρά σώματα, ρίνη
2. ακατάσχετη φλυαρία («μάς πέθανε στη λίμα»)
3. πολύ φλύαρος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lima. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. είναι υποχωρητ. παρ. από το ρ. λιμάρω (πρβλ. λιμάζω: λίμα)].
————————
(II)
η (Μ λίμα)
μεγάλη πείνα, βουλιμία, λίμασμα
νεοελλ.
μτφ. απληστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού λιμάζω, κατά τα δοξάζω: δόξα, πεινώ: πείνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λίμα — I (λ. ιταλ.) 1. εργαλείο λείανσης. 2. μτφ., ακατάπαυστη φλυαρία: Η λίμα του δεν έχει όρια. II μεγάλη πείνα, λαιμαργία: Με τη λίμα που είχαν έψαχναν για φαγητό μέχρι και στα σκουπίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • αλίμαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λίμα, βουλιμία, που δεν είναι πειναλέος 2. (για φαγητά) αυτό που δεν προκαλεί λίμα, βουλιμία, όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιμαχτός < λιμάζω] …   Dictionary of Greek

  • λιμαδόρος — α, ικο 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. το αρσ. ως ουσ. αυτός που εργάζεται με τη λίμα και λειαίνει επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμα (Ι) + κατάλ. –δόρος (< ιταλ. κατάλ. dore), πρβλ. σουλατσα δόρος, τρακα δόρος] …   Dictionary of Greek

  • παναμερικανισμός — Κίνημα που κατάγεται από το σχέδιο του Σιμόν Μπολιβάρ για μια αδελφική ένωση των νέων αμερικανικών Δημοκρατιών. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού ο Λιμπερταδόρ (Απελευθερωτής) συγκάλεσε στον Παναμά το 1826, μια ειδική διάσκεψη, που δεν είχε …   Dictionary of Greek

  • ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”